|
весенний; вешний (уст.); ~ή ισημερία — весеннее равноденствие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весенний? — εαρινός как на (ново)греческом будет слово вешний? — εαρινός как с (ново)греческого переводится слово εαρινός? — весенний, вешний — αναστροφή — φραστικό — φούχτα — οίκαδε — καλάγκαθο — κουζουλάδα — θεοποίηση — τυπολάτρισσα — κωβώνι — σούρα — δωδεκάς — ολάνοικτος — σχωρεμένος — ενσφηνώνομαι — περιττολογώ — εξακοσιόδραχμος — αψιθυμία — φυτό — οιωνίζομαι — βιβλιοπωλειο — γεννοφάσκια |
|||