|
το веялка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово веялка? — σποροκαθαριστήριο как с (ново)греческого переводится слово σποροκαθαριστήριο? — веялка — ζευγολατιό — ραδικοζούμι — πορτοκαλέα — ακαταλόγιστος — μουφτής — δικάσιμη — ηλιθιότητα — ψωμίζομαι — σπερματισμός — εύδροσος — μπουλούκος — προπλάττω — ασφαλτόστρωτος — ευωδιάζω — απηγορευμένος — σφυγμόμετρο — τιμή — ξεμάτιασμα — ύψωμα — αεροβασία — συγύρισμα |
|||