Новогреческий словарь
αδικογεράζω
αδικογεράζω
(αόρ. αδικογέρασα)
преждевременно стареть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
преждевременно стареть
? —
αδικογεράζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδικογεράζω
? — преждевременно стареть
#
(ново)греческий словарь
—
χαλκοπυρίτης
—
παραθαρρεύω
—
ερωτολογία
—
χημισμός
—
μηδενικός
—
βαμβακαγορά
—
ζάρω
—
ύπουλος
—
ενενηκοντούτις
—
ατμίς
—
κάρτα
—
σανδαλοποιός
—
καρναβαλιστής
—
αδιέγερτος
—
δρωπικιάρης
—
πολυμέταλλος
—
δικόρφος
—
—
χαλαρώνω
—
πολωσκόπιο
—
φανέστρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω