|
το 1) безошибочность; 2) непогрешимость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безошибочность? — αλάνθαστο как на (ново)греческом будет слово непогрешимость? — αλάνθαστο как с (ново)греческого переводится слово αλάνθαστο? — безошибочность, непогрешимость — ξεγέλασμα — γλυκέρινούχος — ηλικιούμαι — κατοπτροποιείον — κρικέλλα — χρυσοποικιλτικός — λαχίδα — εκφορητικός — σβύνω — φωνοσπασμία — επιδεξιότητα — τμηματικός — σκευάζω — μεσόστεος — ζουζουνίτσα — σχεδιάγραμμα — ξεχασμένος — λίθινος — αδιάπρακτος — καζίκι — ξετραχηλισμένος |
|||