|
оплодотворяющий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оплодотворяющий? — γονιμοποιός как с (ново)греческого переводится слово γονιμοποιός? — оплодотворяющий — κοινωνιόλεκτος — αργιλωρυχείο — τορπιλλοθέτις — βαττάρισμα — μηχανότρατα — κερματοδέκτης — παραφέντρα — αποφοιτήριο — λευκοκυτταραιμία — κομπάρσος — ξελόγιασμα — αλλοπρόσαλλος — ξαναγαπάω — βοτανιάζω — σεβάσμιος — ανιαρά — αποκαθιστώ — εξοδεύομαι — σόλοικος — ξεκαβαλλίκευμα — γλιγλίζω |
|||