Новогреческий словарь
διβόλισμα
διβόλισμα
το с.-х.
двоение, вторичная вспашка
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двоение
? —
διβόλισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
вторичная вспашка
? —
διβόλισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
διβόλισμα
? — двоение, вторичная вспашка
#
(ново)греческий словарь
—
κηπεύω
—
έλαιο
—
ζηλωτής
—
κοινωφελώς
—
θερμοπαρακάλιο
—
εκκρούω
—
παλιόπουστας
—
μεσημέριασμα
—
νεκρολούλουδο
—
βανδαλικός
—
ευμελής
—
ψευτο-
—
γάστρωμα
—
αναγνωρίσιμος
—
βραβεύομαι
—
διαπράττω
—
αρχαιογνώστης
—
ασματογράφος
—
Ουκρανίδα
—
ανεμοδείκτης
—
φίλτατος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω