Новогреческий словарь




επιβραδυντήρ

επιβραδυντήρ
(-ήρος) ο тормозное устройство, тормоз


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово тормозное устройство? — επιβραδυντήρ
как на (ново)греческом будет слово тормоз? — επιβραδυντήρ
как с (ново)греческого переводится слово επιβραδυντήρ? — тормозное устройство, тормоз


#(ново)греческий словарьμεθοριακόςσκυλολόϊξεμασκαλιστόςαπόσταγμααρχιστράτηγοςεσωστρέφειαδεσποτικώςαγάμητοςμνηστήραςκοκκινάδιβορβοροφάγοςαντιτριβήάμεστοςευχολόγιονξένοιαστοςπιθανώςμήγαρμαρξικο-λενινικόςδωδεκατημόριονψήφοςβυζί


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω