|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναυτοπρόσκοπος? — — αναρχούμαι — εξονυχίζω — όζω — αργυρόχρυσος — πορδαλάς — λεμονοπορτοκαλιά — δικαιόγραφο — βαλβίδα — μεταξάς — εικοσόφραγκο — ανεμοκυκλίζομαι — κρυολογώ — πουτσίζω — τελάρο — περιαυτολογώ — εκκλησιάρης — ασχετοσύνη — άζωνος — αγγαρεία — εκπληρωμένος — τσαγκαράδικο |
|||