|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνεκτικά? — — χειμάζομαι — γιατρίνα — φώνηση — λουτρό — αμαράγκιαστος — αζούπιγος — καργάρω — αέτειος — κουνιάδια — αντηχώ — αποβάπτω — ανυπομονησιά — ευνουχία — κεκτημένος — ζαερές — λοχεία — άμπωτις — προαγορεύσας — θεοσεβούμενος — φασαρία — βαρυφορτώνω |
|||