|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξεταστήριο? — — υπερπροστατευμένος — ιατός — χοντρέλλα — πατριδοκαπηλία — πεζοπόρος — βλαισόπους — σούδα — ανθοπαραγωγός — άφροντις — προσγειώνω — μανάρι — αναστατωμένα — τεχνολόγος — ναυαρχικο — χελωνοβότανο — πάσχα — αοριστολογία — γαβαθάς — αδιάτμητος — έκφυμα — μελοδραμάτιον |
|||