|
ο 1) моль; 2) червь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово моль? — σκώρος как на (ново)греческом будет слово червь? — σκώρος как с (ново)греческого переводится слово σκώρος? — моль, червь — ξενοκρατία — δουλεμπόριο — διαλυτήριο — ψυχωτικός — αρχαιοδίφης — κρομμυδόφλουδα — εξομαλίζω — τυροπιτάκι — ύμνηση — πηγαίος — ραϊσματιά — εικοσαριά — υδρογονοβόμβα — πλαγνοφυλακή — βγαίνω — βίκα — σηματογράφος — καρυάτιδα — παραστράτημα — βλίτο — βαμβακαγορά |
|||