|
ο 1) приучение; 2) привычка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приучение? — εθισμός как на (ново)греческом будет слово привычка? — εθισμός как с (ново)греческого переводится слово εθισμός? — приучение, привычка — υποκοριστικό — μηχανοποιείο — στρώμα — ένεδρος — συνάρχω — μωαμεθανίδα — πιθήκειος — πτωματικός — κοντόμαλλο — εμφαντικός — ανάβλυση — θωράκιση — βαράκι — αρήμαχτος — ξεφουρνίζω — υποδειγματικός — καρναβαλικός — γαμπριλίκι — τεκτονική — εκατοχρονίτισσα — λιθανθρακόπισσα |
|||