|
(-όνος) ο физиономист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово физиономист? — φυσιογνώμων как с (ново)греческого переводится слово φυσιογνώμων? — физиономист — φωτοσκίαση — ανασκούμπωμα — ρωσοτουρκικός — σηματογράφος — ποτάσσιον — φέλπα — βόγγημα — στήριγξ — εξιστόρηση — ξέθαμμα — στάγδην — ανεμόχολο — ρέκορντμαν — σκάλισμα — οκτακόσια — νηπιοκόμος — ά — συνασπισμός — τακτοποιημένος — ευλαβικός — ειθισμένος |
|||