ταξιδιωτικός

формы словаβ
ταξιδιωτικός
относящийся к путешествию;
          ~ σάκκος — саквояж



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово относящийся к путешествию? — ταξιδιωτικός
как с (ново)греческого переводится слово ταξιδιωτικός? — относящийся к путешествию


αργάτισσαευθηνόςυποβάλλομαιερυθροπώγωνκαπλαντίζωαγγελοζωγράφιστοςαχυροσκεπήςστραβοτιμονιάπολιτικάάκακοςβιολόλυραμειράκιοδεκεμβριανόςλιγόημεροςαντιληπτικόςφυλογονίαμέτωροεπιχειρηματολογίαπιανιστικάκρέμαψυχοθεραπευτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit