Новогреческий словарь
ταξιδιωτικός
ταξιδιωτικός
относящийся к путешествию
;
~ σάκκος — саквояж
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к путешествию
? —
ταξιδιωτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ταξιδιωτικός
? — относящийся к путешествию
#
(ново)греческий словарь
—
ατεκνία
—
επικουρία
—
οφιόδηκτος
—
Κωνσταντινούπολη
—
Ξανθίππη
—
ουράλιος
—
μυτιλοτροφείο
—
διαγουμίζω
—
ιταλιάνικος
—
πορτάρω
—
απαρέμφατο
—
μαλλούσα
—
γλιφός
—
σιωπηρώς
—
εσωστρέφεια
—
ενασχολούμαι
—
θηριοτρόφος
—
νενομισμένος
—
ξεστούπωμα
—
ενωμοτάρχης
—
ανώμοτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве