|
относящийся к путешествию; ~ σάκκος — саквояж #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к путешествию? — ταξιδιωτικός как с (ново)греческого переводится слово ταξιδιωτικός? — относящийся к путешествию — αργάτισσα — ευθηνός — υποβάλλομαι — ερυθροπώγων — καπλαντίζω — αγγελοζωγράφιστος — αχυροσκεπής — στραβοτιμονιά — πολιτικά — άκακος — βιολόλυρα — μειράκιο — δεκεμβριανός — λιγόημερος — αντιληπτικός — φυλογονία — μέτωρο — επιχειρηματολογία — πιανιστικά — κρέμα — ψυχοθεραπευτικός |
|||