Новогреческий словарь
προξενήτρα
προξενήτρα
1) сватья
2) посредница
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
προξενήτρα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καταδρομικό
—
αγελαδοτρόφος
—
νηματοβαρίδιο
—
δεκατριετία
—
πατσάς
—
λεχών
—
ξήλωμα
—
λυκανθρωπία
—
χασμώμαι
—
περίπτερο
—
ακροσίδηρος
—
σφήνωμα
—
διττογραφία
—
μαρουλοφυλλο
—
πόζα
—
καρφωτής
—
ζηλαδέρφια
—
χολερίνη
—
βηχικά
—
οχυρώνομαι
—
λουμπουνιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве