|
, η, ο см. ανεκτικός #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεχτικός? — — κύρτωμα — ηλεκτροβιογένεση — σερπετό — αντεπαναστατικός — χτυπημένος — πιθήκειος — μονοπύρηνος — τρισκελής — συνδειπνώ — χασάς — χαρτοβιομηχανία — χιονόβροχο — κανονιοβολώ — πρωτοποριακότητα — πεντάλι — κυψελίς — αξαντος — αέρι — σιόρα — υπεύθυνα — αλληθωρίζω |
|||