|
дряблый (о коже и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дряблый? — αραιόσαρκος как с (ново)греческого переводится слово αραιόσαρκος? — дряблый — εξαιτούμαι — ημερολόγιο — κολάζω — ψυχοπιάνομαι — χαλκένδυτος — υπεραύξηση — αυτόνομον — ξεψυχισμένος — πεντηκονταπλασιάζω — ραδόνιο — ζυμώ — διαστρεβλωτικός — κορνιζάς — οξειδωτικός — υπόηχος — λουθηρανικός — αραποσίταρο — κλωστικός — — πανιάζω — πουρναρήσιος |
|||