|
бот. односемянный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово односемянный? — μονόσπερμος как с (ново)греческого переводится слово μονόσπερμος? — односемянный — θαμνοειδής — αυγουλού — διατίθεμαι — αφρομανώ — απογόνι — θαλασσίτσα — μουτράκι — αναξιότητα — χειραποσκευή — επωφελούμαι — μαθηματική — σηματοφόρος — άσκιαχτος — διαχειριστής — εικονολατρεία — ύδωρ — αντεξεγείρω — απαρίθμηση — αναλύτης — αγρομίσθωση — ντοσιέ |
|||