|
мат. возводимый в степень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возводимый в степень? — εκθετικός как с (ново)греческого переводится слово εκθετικός? — возводимый в степень — δεκάγωνο — αδέρφι — απλόχερος — χαχανίζω — καισαρικός — φαρμακείο — φυσικομαθηματικός — μεταμελούμαι — αναβάτης — υπάγομαι — πρωτολούβια — αγκωνάρι — σινολόγος — απίτουρος — τρίο — προσθαφαιρώ — χοχλάκισμα — ουζερί — γκρεμοτσακίζομαι — καμπή — ξεχωνιάζω |
|||