|
το эдельвейс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эдельвейс? — εδελβάϊς как с (ново)греческого переводится слово εδελβάϊς? — эдельвейс — φεργάδα — αυτοδρόμιον — μικροκλέφτης — σαβουράδικο — σιδηροπώλης — νοσηλεύομαι — εφηλίς — τυπόβαφος — στανταρτισμός — μεμέ — σκιαγράφηση — κυνικά — νευροχειρουργός — δακτυλοειδής — πανδοχέας — ταπητοστρώνω — χαλιφεία — οινοπνευματοποιία — γναθοχειρουργός — αναδιοργάνωτος — δισήμαντος |
|||