|
το полдень; === τό ~ — в полдень; ξύπνησα ~ πιά — [phrase]я проснулся в полдень[/phrase]; τρώγω γιά ~ — обедать; μέρα ~ — среди бела дня; μάς πήρε τό ~ — [phrase]мы задержались до полудня[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полдень? — μεσημέρι как с (ново)греческого переводится слово μεσημέρι? — полдень — ανώριμος — κοχλιοστρόφιον — γερομπασμένος — ορχηστικός — συβάζω — άχρωμος — εγκρεμός — εννιάρι — ενθυλακώνω — ιδιόβουλος — φωνομοντάζ — μαστοπάθεια — βιλάρα — κατασκοπευτικός — αναποτελεσματικός — ωσεί — περιληπτικά — αποχαυνωμένος — ανεπισήμαντος — τυχερή — στραβογερνώ |
|||