Новогреческий словарь
πιστομητός
πιστομητός
лежащий ничком
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лежащий ничком
? —
πιστομητός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πιστομητός
? — лежащий ничком
#
(ново)греческий словарь
—
φασόμετρο
—
ανάμειξη
—
ζωοτομία
—
ξεκούρδιστος
—
Πρωτημαρτιά
—
αιχμαλωτίζομαι
—
ροταριανός
—
μοναστικός
—
νευρίτης
—
πρωτοτόκια
—
ορφανός
—
αραπόσταρο
—
ερωτισμός
—
χονδρίλλα
—
ακομμάτιστος
—
απανθρακώνω
—
δεξός
—
φρονηματίζω
—
προώθηση
—
αμετανόητος
—
τραγικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,