|
το купальный костюм; купальник (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово купальный костюм? — μπανιερό как на (ново)греческом будет слово купальник? — μπανιερό как с (ново)греческого переводится слово μπανιερό? — купальный костюм, купальник — νερωμένος — γελοιότητα — χαρουπόψωμο — αμυγδαλομάτα — φαγανός — θαλασσοπόρος — επισήμανσις — χοντρο- — καμάκισμα — αναμαρτησία — κολποκήλη — παραξαπλώνω — κονταρόξυλο — διαξιφισμός — λευχαιμικός — απόκτηση — διάσιμο — ετησίαι — καπιταλιστικά — σιωνισμός — παρουσιάζω |
|||