|
το половой орган (женщины) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово половой орган? — αιδοίον как с (ново)греческого переводится слово αιδοίον? — половой орган — διαχειρίζομαι — πανέμορφος — νομιμόφρων — χαίνω — στένω — φαεννός — αδιαμαρτύρητα — ευνομούμενος — τηλεσκοπικός — παρένθεση — υδρομετέωρα — αλφάβητος — τυπώνω — κολλιάντζα — κυμαίνομαι — αστρί — νεροποντή — σαυρίτσα — αμμοθεραπεία — στωμυλία — αντεγκαλούμαι |
|||