ψυκτήρ

формы словаβ
ψυκτήρ



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ψυκτήρ? —


βαμβακοφόροςζουριάρηςκοντοστέκωαφύπνισηβδομαδιάτικοκοπίςοσηδήποτεμακροζωίαξαλάφρωματσαπουρνιάτριφτόαποστέργωασβεστάδικοεπίνευσηγλώσσημααυτοπαρατήρησηκακόμοιροςαργοθάνατοςειρηνοδικειακόςανταφαιρώφυτοκομείο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit