|
το праправнук; τα ~α — правнуки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово праправнук? — τρισέγγονο как с (ново)греческого переводится слово τρισέγγονο? — праправнук — κέλευση — χρόσακτις — αργατικό — υδρόρνις — τουρκουάζ — ξεσέλλωμα — πρύμνα — προστυχεύω — δότης — αποθέσιμος — διυλισμός — ναρκισσεύομαι — κόνδωρ — παρασκεύαση — καλοζυγιάζω — ροδοδάφνη — αστοργία — χρονογράφος — λαμπριάτικος — ενδότερος — εκροή |
|||