Новогреческий словарь
τρισέγγονο
τρισέγγονο
το
праправнук
;
τα ~α — правнуки
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
праправнук
? —
τρισέγγονο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρισέγγονο
? — праправнук
#
(ново)греческий словарь
—
υποκριτική
—
πατάω
—
υπερθερμαίνω
—
κατάρραχα
—
αιγιάλειος
—
δορστοφόρος
—
μαγνητεγερτικός
—
πειραματικός
—
οροθετικός
—
υπερσιτίζω
—
υποδηματοποιός
—
υλοζωισμός
—
ανάστηθος
—
μυαλό
—
περίλαμπρος
—
σπαγκοραμμένος
—
φαραώ
—
στηλίτης
—
αντιφατικός
—
αμετάθετος
—
στηθόπονος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве