|
το унавоживание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово унавоживание? — κόπρισμα как с (ново)греческого переводится слово κόπρισμα? — унавоживание — παράκτιος — ακαρεοφοβία — βανανέα — ομοούσιος — περιχαράσσω — αρθρίτης — διχτυάρικο — επανδρωμένος — ηχολαλία — πυγμόμετρο — πλακί — σπινθήρισμα — φαροφύλαξ — δαμίάστρια — εναποθέτω — μουλιάζω — βούληση — μελάγχρους — βαμμένος — καστορέλαιο — σκυταλοδρομία |
|||