|
η пневматический молот #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пневматический молот? — αερόσφυρα как с (ново)греческого переводится слово αερόσφυρα? — пневматический молот — δέξιος — ρητίνωση — μαντρίζω — εθνοκτονία — γραμματοθυλάκιον — γλυκάδα — αιώρα — αδιακρίτως — ανδραγαθίζομαι — οβριακή — έρεισμα — αττικίζων — βινιέττα — μέγγενη — πτεροθύσανος — σαμπό — Ευμενίδες — γωνιακός — πανεπιστημιούπολη — πριονοκορδέλα — λευχειμονώ |
|||