|
η ортопедия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ортопедия? — ορθοπεδία как с (ново)греческого переводится слово ορθοπεδία? — ортопедия — κρατούμενο — μοναχογιός — ανάψυξη — εξτρεμιστικός — τρυπανισμός — μεγαλοβιομήχανος — γλυκαίνω — χειροπεδώ — μικροέξοδο — προσηγορικό — κρυμοπαγία — άλοφος — υποδαυλίζω — απανταχούσα — αγκύλος — ακαθιέρωτος — κατιμάς — τεσσαρακοστιανός — πλαστογράφημα — γαλατού — συνοδεύω |
|||