Новогреческий словарь
μαστρολογώ
μαστρολογώ
мастерить
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мастерить
? —
μαστρολογώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαστρολογώ
? — мастерить
#
(ново)греческий словарь
—
συνταξούλα
—
βουρτσιά
—
εισείλκυσα
—
εγωίστρια
—
μακαριότητα
—
πρόκριτος
—
προοπτικός
—
γυαλοκοπώ
—
κορφολογώ
—
τραπεζομάνδηλον
—
ακορνιζάριστος
—
κλεψίτυπος
—
σακχαρομύκης
—
αρρωστιάρης
—
προγραφή
—
πωρωμένος
—
διάρμισμα
—
αλεπουδίσιος
—
τριαντάφυλλο
—
νεοαποικισμός
—
ποτηριά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,