|
το гончая (собака) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гончая? — κυνηγόσκυλο как с (ново)греческого переводится слово κυνηγόσκυλο? — гончая — γερτός — εξανθρακώνω — φθειασίδι — ανεξέλικτος — σανσκριτικός — σιωπηλός — μπεκατσόνι — δαπανηρός — ατονώ — ζένω — επιδεκτικός — ντολμάς — απαριθμώ — ξίφιον — αντιπροσαγόρευσις — αναμελετώ — ασχημάδα — χαλυβικός — γεροντοκόρη — παλαιοελλαδίτης — λουλουδάτος |
|||