|
αόρ. от υπερβαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερέβην? — — ταραχτικός — πείραμα — στραπατσάρης — πλάνισμα — γυφτιάζω — διεύθυνση — πολύχρυσος — εξανεμώ — τούτος — σμίξιμο — κλεπτομανής — συμπιεστός — υδατομέτρηση — αψιμυθίωτος — ανέλατος — ακαθόριστος — φαλαγγάρχης — ανεγκέφαλος — πρεσβευτής — σκληροκαρδος — διαπηδώ |
|||