|
(-εως) η мед. энурез (ночное недержание мочи) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово энурез? — ενούρησις как с (ново)греческого переводится слово ενούρησις? — энурез — εξάς — ζιπούνι — αιθριάζω — εθνοτικός — εντράπηκα — εξοφθαλμία — εξηκονταετηρίς — λατρευτικότητα — νάπη — σεχταρίστρια — ξεσαβούρωτος — γαλιφάρω — μαντεύω — ασπροφρύδης — σαβουρώνω — πανδοχείο — ηλεκτροπαραγωγή — ελιγκας — καναρίνι — μεσάζων — ρευστό |
|||