Новогреческий словарь
κινδυνολογώ
κινδυνολογώ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κινδυνολογώ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακόμα
—
μάλα
—
χαρτζιλικώνω
—
πρώτον
—
φροντιστήριο
—
σιτία
—
νόηση
—
ευδιαλυτότητα
—
κιβώριο
—
άγυρτος
—
πίπτω
—
κρινολίνο
—
δανείσιμος
—
ενδοθήλιον
—
απροσκύνητος
—
μωροσοφία
—
στερεοτύπης
—
γερώ
—
χρηματοπιστωτικός
—
προσύμφωνο
—
κατακυρίευση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве