|
высокомерный, надменный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высокомерный? — πεφυσιωμένος как на (ново)греческом будет слово надменный? — πεφυσιωμένος как с (ново)греческого переводится слово πεφυσιωμένος? — высокомерный, надменный — βελούχι — δασμολογικός — διάσωση — ιδανικότητα — χοιροτρόφος — αγγελόκορμος — σπάταλα — μπερδεψοδουλειά — βουλευτίνα — αυτοδιάλυση — ντιλεττάντικος — διάφραξη — λίβελλος — εξαδάκτυλος — αναίσχυντος — σκουληκιάζω — αλληλαγαπώμαι — φωνόμετρο — λαθροχέρης — βαθμολογώ — μαρουλάκι |
|||