|
η скука; тоска; προξενώ ~ — нагонять скуку; διασκεδάζω τήν ~ — разгонять тоску; από ~ — со скуки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скука? — ανία как на (ново)греческом будет слово тоска? — ανία как с (ново)греческого переводится слово ανία? — скука, тоска — έγκουση — κατάμακρα — μαραζώνω — ευαισθητοποιώ — διάσκελο — αιχμή — αντισφαιριστικός — υπομίσθωση — ύδρωπας — υποβρύχιος — ηλιόφωτος — κάλλια — μονύελο — εξιδρωτικός — σφικτός — εξατομίκευσις — θυροκόλληση — αχτιδικός — θεοκρατικό — αντιπαράταξη — στιχουργικός |
|||