|
η закалка, закал (перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закалка? — σκληραγωγία как на (ново)греческом будет слово закал? — σκληραγωγία как с (ново)греческого переводится слово σκληραγωγία? — закалка, закал — κυματικός — επίστρωση — συνείδηση — τσιμπούρι — καπετάν — γλύκαμα — βουδδισμός — ελάφρυνση — αρμόζω — σκουραίνω — ξελογιάζομαι — παζαρήσιος — ζάκχαρις — μαδαρίζω — ευγλωττία — ομορφιά — καθορισμός — μαλάκα — υπερθυρεοειδισμός — τρισέγγονος — ένσημο |
|||