|
медленно идти, шагать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово медленно идти? — αργοβαδίζω как на (ново)греческом будет слово шагать? — αργοβαδίζω как с (ново)греческого переводится слово αργοβαδίζω? — медленно идти, шагать — ανθόκλαδο — δερμοτοπώλης — αστέναχτος — πεζοναυτικός — ενδεικνύομαι — φιλάλληλος — αβεβαιότητα — επικάλυμμα — εντριπτικός — επανάταξις — παζάρι — ψαράδικος — αργυρόχωμα — γνευτός — νομάτοι — ρευματικός — αναριωσύνη — ανάμικτης — μυροποιείο — Παναμέζα — ξεσκάλωμα |
|||