|
хим. одноосновный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одноосновный? — μονοβασικός как с (ново)греческого переводится слово μονοβασικός? — одноосновный — συμπίνω — ειλικρινά — εμμάρτυρος — επινεφριδικός — διάγγελος — βυζαίνομαι — ανεξάντλητα — λέκ — στητός — αντίρρησις — μεσαντρούλα — μαντεμένιος — κομπώτρα — χοντράδι — ξεμπουκάρισμα — πανευτυχής — στουράκι — ωτοειδής — ολο- — αισθησιασμός — τζίφος |
|||