|
1) рациональный; 2) филос. рационалистический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рациональный? — ορθολογικός как на (ново)греческом будет слово рационалистический? — ορθολογικός как с (ново)греческого переводится слово ορθολογικός? — рациональный, рационалистический — εναλλακτήρ — άρρηκτος — ιαματικότητα — γραφίστρια — αγκίστρωση — συμπεθεριάσματα — κουράδω — αργυρίτης — πυελοτομία — γοργάδα — καλλικέλαδος — εκκρεμής — γλινιασμένος — ανισο — νευροπαθολογία — πολυσύλλαβος — πλατυ- — λαλητά — ιριδοκήλη — παράκτιος — τετράδιο |
|||