|
ставить, делать ставку (в игре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ставить? — μιζάρω как на (ново)греческом будет слово делать ставку? — μιζάρω как с (ново)греческого переводится слово μιζάρω? — ставить, делать ставку — μετενσάρκωση — καψυλλίωση — φτάρμισμα — τριακόσια — γλωσσόκομπο — ουρανοκατέβατος — αρένα — καθηγεσία — χαλίνωση — παρακαμπτήριος — αδελφοποιητή — σιδηρωρυχείο — αγριομηλιά — λαμποκοπώ — αισθητά — χοντροκόκαλος — εντυπώνω — θερμικός — εκκήρυξη — ιρρασιοναλισμός — παινάω |
|||