διπλέλικ|ος

формы словаβ
διπλέλικ|ος
двухвинтовой (о судне)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово двухвинтовой? — διπλέλικος
как с (ново)греческого переводится слово διπλέλικος? — двухвинтовой


ανάλεστοςφώνασμαευμένειακατεχόμενακακιούλαταχινόσουπααθόρυβοςΩεγκωμιογράφοςαδερφομεράδιτανάπαλινπορτόφυλλοκεραμιδίεκατοστόςσύντεχνοςτελειοποίησηεγχέλιονπερισσώςοικονομιούμαιαργοροκόλλητοςανθοπώλισσα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit