|
η мед. ларингоскопия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ларингоскопия? — λαρυγγοσκόπηση как с (ново)греческого переводится слово λαρυγγοσκόπηση? — ларингоскопия — μεράδι — σπουδαίος — ψάνα — δεσμά — πάννα — τρισκόταδο — ατιθάσσευτος — γαϊτάνωμα — χρωμοφόρος — δίωρος — φρύγετρο — άρχων — σπαρτός — δυσαρμονία — εθναρχία — ισόρροπος — σοδομία — αδάνειστος — τρυφερόκαρδος — εγκιβωτισμένος — Τερψιχόρη |
|||