Новогреческий словарь
ομοιογένεια
ομοιογένεια
η 1)
однородность
;
2)
родство
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
однородность
? —
ομοιογένεια
как на
(ново)греческом
будет слово
родство
? —
ομοιογένεια
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομοιογένεια
? — однородность, родство
#
(ново)греческий словарь
—
αιμοσφαίριο
—
γερόντισσα
—
εξολίσθηση
—
ακοστολόγητος
—
ζύγι
—
πιρούνι
—
χαχαμίκος
—
πολυάριθμος
—
εξωμότης
—
φιδωτός
—
αδύναμος
—
μεγαλείο
—
πισσάσφαλτος
—
αλαναρία
—
ανωνυμογράφος
—
λαθροθηρία
—
δυσλεκτικός
—
γατσιομαλλιάζω
—
Ιταλίς
—
γλυκοφιλάω
—
χρεωκοπώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,