|
η 1) однородность; 2) родство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однородность? — ομοιογένεια как на (ново)греческом будет слово родство? — ομοιογένεια как с (ново)греческого переводится слово ομοιογένεια? — однородность, родство — αμαθήτευτος — ποταμιά — συντάσσω — δυναμομηχανή — συκοφαντώ — αχμάκης — ποταπότητα — χρησμοδότις — παραλαβαίνω — κάλπισσα — τυλοφθόρος — ασεβης — θερμοφόρα — αναγούλιασμα — αυτούθε — επικρούω — αθλιότοπος — βιοπαλαιστής — δαυλίδα — ερωμένος — ασβεστόχριση |
|||