|
утончённый; ~η συμπεριφορά — утончённые, изысканные манеры, изысканное обращение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утончённый? — εκλεπτοσμένος как с (ново)греческого переводится слово εκλεπτοσμένος? — утончённый — συνεκτικότητα — διαλλαγή — ακούομαι — ποραπολύς — πετρελαιοπηγές — αυλητής — γνευτός — αμαυρός — μικροθυμία — νυχτοκοπώ — μασάω — εκπτύω — μυάγρα — ξεχερσώνω — ενδιατριβή — εξαμηνία — βισμουθιακός — ζούγκλα — εκρέμασα — χορτοβολών — καβαλλάρης |
|||