μονημεριάτικ|ος

формы словаβ
μονημεριάτικ|ος
однодневный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово однодневный? — μονημεριάτικος
как с (ново)греческого переводится слово μονημεριάτικος? — однодневный


ανοθεύτωςμουσκώυδρωπάζωαποπλανώκαρπωτήςγγίξιμοαλειχήναυπερωκεάνειοςτροφοδοσίαοκαζιόνπεζικόςπαποράκιξεσαμάρωμαασφυκτικάθράσοςακρόμακραμπιζελιάιωδοφόρμιοεκφασισμόςκολοκυθένιοςδιασάλευση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit