|
однодневный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово однодневный? — μονημεριάτικος как с (ново)греческого переводится слово μονημεριάτικος? — однодневный — ανοθεύτως — μουσκώ — υδρωπάζω — αποπλανώ — καρπωτής — γγίξιμο — αλειχήνα — υπερωκεάνειος — τροφοδοσία — οκαζιόν — πεζικός — παποράκι — ξεσαμάρωμα — ασφυκτικά — θράσος — ακρόμακρα — μπιζελιά — ιωδοφόρμιο — εκφασισμός — κολοκυθένιος — διασάλευση |
|||