|
, ~άω провожать (отъезжающего) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово провожать? — προβοδώ как с (ново)греческого переводится слово προβοδώ? — провожать — χρυσοβαφής — εικονολάτρης — νομιμοφροσύνη — συνταραχτικός — χαλβατζής — εκείθε — αποικιακά — δαιμονιόπληκτος — συνωνυμία — έωλος — Ρουμελιώτισσα — αποφεύγω — αχορτασιά — γουρνάρτις — μυομήτριο — κομμουνιστοσυμμορίτης — μολυσματικός — άδεια — ακρόστροφος — συχλιαίνω — ξεφορμάρισμα |
|||