προβοδώ

формы словаβ
προβοδώ
, ~άω провожать (отъезжающего)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово провожать? — προβοδώ
как с (ново)греческого переводится слово προβοδώ? — провожать


χρυσοβαφήςεικονολάτρηςνομιμοφροσύνησυνταραχτικόςχαλβατζήςεκείθεαποικιακάδαιμονιόπληκτοςσυνωνυμίαέωλοςΡουμελιώτισσααποφεύγωαχορτασιάγουρνάρτιςμυομήτριοκομμουνιστοσυμμορίτηςμολυσματικόςάδειαακρόστροφοςσυχλιαίνωξεφορμάρισμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit