|
η 1) дупло; 2) проститутка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дупло? — κουφάλα как на (ново)греческом будет слово проститутка? — κουφάλα как с (ново)греческого переводится слово κουφάλα? — дупло, проститутка — πένταθλο — τρύγηση — θαλασσομάχος — γαϊδουρινός — τροφοδοσία — πέζο — πλημμέλημα — καρπούζι — εμφαίνομαι — κακοθανατιά — αζηλότυπος — φουντωμένος — φασολάκια — ψυχοπαθητικός — εξουθενωτικός — πειραματισμός — αυτοδικάζομαι — εξολόθρεμα — αμμάστος — καταφατικός — εμβολιοθεραπευτική |
|||