|
ο хим. аллотропия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово аллотропия? — αλλοτροπισμός как с (ново)греческого переводится слово αλλοτροπισμός? — аллотропия — φονικό — ξενηστικωμένος — εκκινώ — οχλοκρατούμαι — επιβάτρια — ρείθρο — διαδραστικός — επαρκώς — συκολόγος — αριστούργημα — κοντοχωριανός — βυσματώνω — γνάφαλλον — λιποθυμικός — φιλοδώρημα — διάκειμαι — θαλασσοδάνειο — δεσποτικός — πλυντικός — δεματιάρης — δουλεμπορία |
|||