|
утраивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утраивать? — τριπλασιάζω как с (ново)греческого переводится слово τριπλασιάζω? — утраивать — πηρομελής — όντας — νανουρίζομαι — φράγκικος — αιμοκυανίνη — εμπιστευτικός — βαλές — ιλυοδόχη — βαγγέλιο — αυτοκίνητος — μεσαιωνισμός — αντιφατικός — παρηγορητής — καραγκιόζαινα — πετροβολώ — απαράδεκτο — θνησιμότητα — ρινικός — νιάημερα — γρετίδικος — πατούσα |
|||